- ὑποτέμνων
- ὑποτέμνωcut away underpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek
ՀԱԿԻՐՃ — ( ) NBH 2 0008 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c ա.մ. συντέλων, ὐποτέμνων praecidens, vel praecisus Համայն կարճ կամ կրճատ. կարճառօտ. համառօտ. համառօտիչ կամ համառօտեալ. բովանդակեալ. վճռական. ... *Զբանն հակիրճ արասցէ տէր ʼի վերայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)